κοσκινοράφος

κοσκινοράφος
κοσκῐνο-ράφος [ᾰ], ,
A one who sews (leather) sieves, PTeb.540 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοσκινοράφος — κοσκινοράφος, ὁ (Α) αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή δέρμα στη στεφάνη τού κόσκινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ιστιο ρράφος, μηχανο ρράφος] …   Dictionary of Greek

  • κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”